άναρχος

άναρχος
-η, -ο (AM ἄναρχος, -ον)
1. αυτός που δεν εξουσιάζεται, δεν έχει αρχηγό
2. αυτός που δεν έχει αρχή, αρχίνημα
3. το ουδ. ως ουσ. το άναρχον
η αναρχία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + -αρχος < άρχω.
ΠΑΡ. αναρχία, νεοελλ. αναρχούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄναρχος — without head masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναρχος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει αρχή: Ο Θεός είναι άναρχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνάρχως — ἄναρχος without head adverbial ἄναρχος without head masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄναρχον — ἄναρχος without head masc/fem acc sg ἄναρχος without head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναρχούμαι — [άναρχος] διατελώ υπό καθεστώς αναρχίας, κακοκυβερνούμαι, κακοδιοικούμαι …   Dictionary of Greek

  • ἀναρχοτάτοις — ἄναρχος without head masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάρχοις — ἄναρχος without head masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάρχου — ἄναρχος without head masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάρχους — ἄναρχος without head masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάρχων — ἄναρχος without head masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”